θυμοπληθής

θυμοπληθής
θῡμο-πληθής, ές,
A wrathful, A.Th.686(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυμοπληθής — θυμοπληθής, ές (Α) οργίλος, γεμάτος οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. οινο πληθής, πολυ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοπληθής — θῡμοπληθής , θυμοπληθής wrathful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρσενοπληθής — ἀρσενοπληθής, ο (Α) αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)] …   Dictionary of Greek

  • διπλήθης — διπλήθης, ες (Α) διπλάσιος σε ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πληθης < πλήθος (πρβλ. αρσενοπληθής, θυμοπληθής)] …   Dictionary of Greek

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”